-
1 δεῖμα
A fear,δεῖμα φέρων Δαναοῖσι Il.5.682
;φρένα δείματι πάλλων S.OT 153
(lyr.);δ. ἔλαβέ τινα Hdt.6.74
; ἐς δ. πεσεῖν, ἐν δείματι κατεστάναι, Id.8.118,36; opp. θάρσος, Aen.Tact.16.3: pl., S.El. 636;φόβοι καὶ δ. Th.7.80
, Phld.D.1.22, etc.
См. также в других словарях:
δείμα — δεῑμα, το (Α) 1. φόβος, τρόμος («δεῑμα φέρων Δαναοῑσι» προκαλώντας τρόμο στους Δαναούς) 2. ό,τι προκαλεί φόβο, φόβητρο («ἐκ δείματος τοῡ νυκτέρου» από τον νυχτερινό εφιάλτη) 3. φρ. «δειμάτων άχη» τρομερές συμφορές (ή τέρατα). [ΕΤΥΜΟΛ. < *δFεῑ… … Dictionary of Greek